- προτρεπτικός
- -ή, -όαυτός που προτρέπει ή που είναι κατάλληλος να προτρέπει: Λόγοι προτρεπτικοί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
προτρεπτικός — hortatory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικός — ή, ό / προτρεπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [προτρέπω] 1. ο κατάλληλος στο να προτρέπει ή αυτός που παρακινεί («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Iσοκρ.) αρχ. 1. ερεθιστικός, διεγερτικός («ἔδεσμα γάλακτος… … Dictionary of Greek
προτρεπτικά — προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc pl προτρεπτικά̱ , προτρεπτικός hortatory fem nom/voc/acc dual προτρεπτικά̱ , προτρεπτικός hortatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικώτερον — προτρεπτικός hortatory adverbial comp προτρεπτικός hortatory masc acc comp sg προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικῶν — προτρεπτικός hortatory fem gen pl προτρεπτικός hortatory masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικόν — προτρεπτικός hortatory masc acc sg προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικώτατα — προτρεπτικός hortatory adverbial superl προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικώτατον — προτρεπτικός hortatory masc acc superl sg προτρεπτικός hortatory neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικαῖς — προτρεπτικός hortatory fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτρεπτικαί — προτρεπτικός hortatory fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)